discriminatoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

< discrimination

Επίθετο[επεξεργασία]

discriminatoire (fr)

  1. που αφορά τη διάκριση
  2. (κατ'επέκταση) που ξεχωρίζει μια ομάδα ανθρώπων δίνοντάς τους λιγότερα δικαιώματα

Συγγενικά[επεξεργασία]