discriminatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- discriminatif < discrimination < αγγλική discriminative
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | discriminatif | discriminatifs |
θηλυκό | discriminative | discriminatives |
discriminatif (fr)
- που έχει σχέση με τη διάκριση