dislocate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | dislocate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dislocates |
αόριστος | dislocated |
παθητική μετοχή | dislocated |
ενεργητική μετοχή | dislocating |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dislocate (en)
- εξαρθρώνω, βγάζω ένα κόκκαλο από την κανονική του θέση
- ↪ I dislocate my shoulder.
- Εξαρθρώνω/Βγάζω τον ώμο μου.
- ↪ He fell and dislocated his knee.
- Έπεσε και εξάρθρωσε το γόνατό του.
- ↪ I dislocate my shoulder.
Πηγές[επεξεργασία]
- dislocate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 302. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, εξαρθρώνω