dròlle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Οξιτανικά (oc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dròlle (oc) αρσενικό

  1. το παιδί
  2. το αγόρι

Συγγενικά[επεξεργασία]