egg on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | egg on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | eggs on |
αόριστος | egged on |
παθητική μετοχή | egged on |
ενεργητική μετοχή | egging on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
egg on (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι συνήθως άτακτο
- ↪ His friends egged him on to steal.
- Τον παρακίνησαν οι φίλοι του να κλέψει.
- ↪ I egg someone on to steal.
- Προτρέπω κάποιον να κλέψει.
- ↪ His friends egged him on to steal.
Πηγές[επεξεργασία]
- egg on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 656, 754. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρακινώ, προτρέπω