eksplod-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

eksplod- < αγγλική explode

Ρίζα[επεξεργασία]

eksplod- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: έκρηξη

Παράγωγα[επεξεργασία]