elicit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

elicit (en)

  1. αποσπώ, εκμαιεύω
    to elicit the consequences - εκμαιεύω τις επιπτώσεις