ernähren
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ernähren (de)
- (μεταβατικό) τρέφω, διατρέφω
- (reflexiv) sich ernähren - τρέφομαι, διατρέφομαι