expéditionnaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- expéditionnaire < expédition
Επίθετο[επεξεργασία]
expéditionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με μια αποστολή
- εκστρατευτικός