expéditionnaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

expéditionnaire < expédition

Επίθετο[επεξεργασία]

expéditionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με μια αποστολή
  2. εκστρατευτικός