expand on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας expand on
γ΄ ενικό ενεστώτα expands on
αόριστος expanded on
παθητική μετοχή expanded on
ενεργητική μετοχή expanding on

Ετυμολογία [επεξεργασία]

expand on < → δείτε τις λέξεις expand και on

Ρήμα[επεξεργασία]

expand on (en)

  • αναπτύσσω, λέω περισσότερα για κάτι και προσθέτω κάποιες λεπτομέρειες
    He expanded on the principles of the microeconomy.
    Ανέπτυξε τις αρχές της μικροοικονομίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη elaborate

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]