expect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας expect
γ΄ ενικό ενεστώτα expects
αόριστος expected
παθητική μετοχή expected
ενεργητική μετοχή expecting

Ρήμα[επεξεργασία]

expect (en)

  1. περιμένω, αναμένω ότι κάτι θα συμβεί στο μέλλον
    We expect major political changes.
    Περιμένουμε μεγάλες πολιτικές αλλαγές.
    If you don’t respect yourself, how do you expect others to respect you?
    Αν δεν σέβεσαι ο ίδιος τον εαυτό σου, πώς περιμένεις να σε σέβονται οι άλλοι;
    Developments are expected in the Middle East.
    Αναμένονται εξελίξεις στο μεσανατολικό.
    We don’t expect dramatic changes.
    Δεν αναμένουμε εντυπωσιακές αλλαγές.
    Development did not happen as expected.
    Η εξέλιξη δεν έγινε όπως αναμενόταν.
    It is expected that prices will rise.
    Αναμένεται ότι οι τιμές θα ανέβουν.
     συνώνυμα:  think
  2. αναμένω να έρθει κάποιος ή κάτι γιατί έχει κανονιστεί
    The prime minister is expected (to arrive) tomorrow.
    Ο πρωθυπουργός αναμένεται (να φτάσει) αύριο.
    They are expected at any moment.
    Αναμένονται από στιγμή σε στιγμή.

Πηγές[επεξεργασία]