explain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας explain
γ΄ ενικό ενεστώτα explains
αόριστος explained
παθητική μετοχή explained
ενεργητική μετοχή explaining

Ρήμα[επεξεργασία]

explain (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  1. εξηγώ, λέω σε κάποιον για κάτι με τρόπο που να το καταλαβαίνει εύκολα
    She explained to me what she meant.
    Μου εξήγησε τι εννοούσε.
    I asked a specialized technician and he explained everything to me.
    Ρώτησα έναν εξειδικευμένο τεχνικό και μου τα εξήγησε όλα.
  2. εξηγώ, δίνω λόγο για κάτι
    Explain to me why you were late.
    Να μου εξηγήσεις γιατί άργησες.
    That explains his absence.
    Αυτό εξηγεί την απουσία του.
     συνώνυμα:  account for

Πηγές[επεξεργασία]