exude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας exude
γ΄ ενικό ενεστώτα exudes
αόριστος exuded
παθητική μετοχή exuded
ενεργητική μετοχή exuding

Ρήμα[επεξεργασία]

exude (en)