faisanderie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

faisanderie (fr) θηλυκό (πληθυντικός faisanderies)

  • Εκτροφείο φασιανών.