farming

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
farming < farm + -ing

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

farming (en) (μη μετρήσιμο)

  • η γεωργία, η επιχείρηση ενός αγροκτήματος
    Farming isn’t profitable anymore.
    Η γεωργία δεν αποφέρει πια.