fidélité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
fidélité < λατινική fidēlitās (< fidēs = πίστη). Αναλύεται σύγχρονα σε fidèle + -ité
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.de.liˈte/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fidélité (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- fidélité - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé