fillip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
a fillip to (sth)
- τόνωση, αναζωογόνηση, ώθηση
- Συνώνυμα: stimulus
Ρήμα[επεξεργασία]
fillip (sth)
a fillip to (sth)
fillip (sth)