force of habit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
force of habit (en)
- (ιδιωματισμός) η δύναμη της συνήθειας· που κάνω πράγματα από συνήθεια, τα κάνω χωρίς να το σκέφτομαι και με συγκεκριμένο τρόπο γιατί το έκανα πάντα έτσι στο παρελθόν
- ↪ I knocked on the door, although it was open, out of a force of habit.
- Χτύπησα την πόρτα, αν και ήταν ανοιχτή, από συνήθεια.
- ↪ I knocked on the door, although it was open, out of a force of habit.