foutrement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- foutrement < foutre
Επίρρημα[επεξεργασία]
foutrement (fr)
- (οικείο) πολύ, υπερβολικά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
(οικείο)
foutrement (fr)
(οικείο)