fraichement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
fraichement (fr) (ορθογραφία του 1990)
- (οικείο) κάνοντας κρύο, ψύχρα
- comment ça va ? - fraîchement ! - πώς πάει; κρύα!
- (μεταφορικά) πρόσφατα
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- fraîchement (παραδοσιακή ορθογραφία)