freak of nature
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
- αφύσικος, παράδοξος, περίπτωση, περιπτωσάρα, περίεργος
- το άτομο είναι περίπτωση: he's a freak of nature
- είσαι περιπτωσάρα: you're a freak of nature