freedom of speech
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
freedom of speech (en) (μη μετρήσιμο)
- η ελευθερία του λόγου
- ↪ He’s a champion of freedom of speech.
- Είναι συνήγορος της ελευθερίας του λόγου.
- ↪ He’s a champion of freedom of speech.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- freedom of speech στην αγγλική Βικιπαίδεια