funambule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Από το λατινικό funambulus. < Από το funis, σχοινί, και ambulare, περπατώ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
funambule (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχοινοβάτης, -ισσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
και
- danseur de corde