furlough

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

furlough (en)

  • η άδεια (για απουσία ή διακοπές, ιδιαίτερα για κάποιον στρατιωτικό ή φυλακισμένο)
  • το έγγραφο που παρέχει την άδεια αυτή

Ρήμα[επεξεργασία]

furlough (en)