geologi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

geologi < geo- + -logi

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

geologi (da)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Ίντο (io)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

geologi (io)



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

geologi < geo- + -logi

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

geologi (no)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

geologi < geo- + -logi

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

geologi (sv)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]