go slow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
go slow (en)
- (ιδιωματισμός) πάω με το μαλακό, κόβω την πολλή δουλειά
- ↪ You should go slow (moderate working) until you are completely well again.
- Θα έπρεπε να πας με το μαλακό (να μετριάσεις τη δουλειά) ώσπου να ξαναγίνεις εντελώς καλά.
- ≈ συνώνυμα: take it easy
- ↪ You should go slow (moderate working) until you are completely well again.