go through
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | go through |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes through |
αόριστος | went through |
παθητική μετοχή | gone through |
ενεργητική μετοχή | going through |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]go through (en)
- περνάω, ψηφίζομαι, γίνεται δεκτός ένα νομοσχέδιο ή μια σύμβαση
- ↪ The bill will not go through.
- Το νομοσχέδιο δε θα περάσει.
- ↪ The law that went through was blatantly unconstitutional.
- Ο νόμος που ψηφίστηκε είναι κραυγαλέα αντισυνταγματικός.
- ≈ συνώνυμα: get through και pass
- ↪ The bill will not go through.
- περνάω, εκτελώ μια σειρά ενεργειών για να ακολουθήσω μια συγκεκριμένη διαδικασία
- ↪ The plan will have to go through the Town Council.
- Το σχέδιο θα πρέπει να περάσει από το Δημοτικό Συμβούλιο.
- ↪ In order to see him you’ll have to go through his secretary.
- Για να τον δεις πρέπει να περάσεις από τον γραμματέα του.
- ↪ The plan will have to go through the Town Council.
- περνάω, βιώνω κάτι ή υποφέρω από κάτι
- ↪ I have gone through two wars./I have been through two wars.
- Έχω περάσει δυο πολέμους.
- ↪ If only you knew what I have gone through (been through) with her!
- Να ήξερες τι πέρασα μαζί της!
- ↪ We have all gone through it.
- Όλοι τα έχουμε περάσει αυτά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη experience
- ↪ I have gone through two wars./I have been through two wars.
Πηγές
[επεξεργασία]- go through - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ