grind out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | grind out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grinds out |
αόριστος | ground out, grinded out |
παθητική μετοχή | ground out, grinded out |
ενεργητική μετοχή | grinding out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
grind out (en)
- βγάζω, παράγω κάτι σε μεγάλες ποσότητες, συχνά κάτι που δεν είναι καλό ή ενδιαφέρον
- ↪ I grind out verses and songs.
- Βγάζω αράδα στίχους και τραγούδια.
- ↪ I grind out verses and songs.
Πηγές[επεξεργασία]
- grind out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω