groundbreaking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | groundbreaking |
συγκριτικός | more groundbreaking |
υπερθετικός | most groundbreaking |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɡraʊndbreɪkɪŋ/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
groundbreaking (en)