heat up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | heat up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | heats up |
αόριστος | heated up |
παθητική μετοχή | heated up |
ενεργητική μετοχή | heating up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
heat up (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζεσταίνω, ζεσταίνομαι
- ↪ I’m heating up the milk.
- Ζεσταίνω το γάλα.
- ↪ I’ll heat up water for tea.
- Θα ζεστάνω νερό για τσάι.
- ↪ The weather has started heating up.
- Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει.
- ↪ I’m heating up the milk.
- ζεσταίνομαι, γίνομαι πιο ενθουσιώδης ή για να δείξω αύξηση της δραστηριότητας
- ↪ Just as the atmosphere at the party started to heat up…
- Μόλις άρχισε να ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα στο πάρτι…
- ↪ Just as the atmosphere at the party started to heat up…