hedge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hedge (en)

  1. θάμνος που δρα ως φράχτης
  2. ασφάλιστρο κινδύνου