heure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

heure (fr) θηλυκό

  • η ώρα
  • L'heure est venue de... : ήρθε η ώρα να...

Δείτε επίσης[επεξεργασία]