horaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
horaire | horaires |
horaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
horaire | horaires |
horaire (fr) αρσενικό
- Il a un horaire chargé. Έχει ένα φορτωμένο ωράριο.