hopeless
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
hopeless (en)
- απελπισμένος, απεγνωσμένος
- απελπιστικός
- μάταιος
- (καθομιλουμένη) απελπιστικός, αδιόρθωτος