in propria persona

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

in propria persona (en)

  • (νομικός όρος) για τον κατηγορούμενο που υπερσπίζεται ο ίδιος τον εαυτό του σε δίκη χωρίς συνήγορο

Ταυτόσημο[επεξεργασία]