in rags

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

in rags < → δείτε τις λέξεις in και rags

Έκφραση[επεξεργασία]

in rags (en)

  • (ιδιωματισμός) με κουρέλι
    dressed in rags - ντυμένος με κουρέλια
    His clothes were in rags.
    Τα ρούχα του είχαν γίνει κουρέλια.

Πηγές[επεξεργασία]