incessantly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

incessantly < incessant + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

incessantly (en)

Πηγές[επεξεργασία]