incessantly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
incessantly (en)
- (συνήθως κακόσημο) ασταμάτητα, ακατάπαυστα, αδιάκοπα, χωρίς διακοπή
- ↪ He spoke incessantly for hours.
- Μιλούσε ακατάπαυστα επί ώρες.
- ↪ It has been snowing incessantly for the last few days.
- Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuously
- ↪ He spoke incessantly for hours.