continuously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- continuously < continuous + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
continuously (en)
- συνεχώς, αδιάκοπα, ακατάπαυστα, με τρόπο που συμβαίνει ή υπάρχει για ένα χρονικό διάστημα χωρίς να διακόπτεται
- ↪ He is continuously busy.
- Είναι συνεχώς απασχολημένος.
- ↪ It has been snowing continuously for the last few days.
- Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
- ↪ He worked continuously all his lifetime.
- Εργάστηκε αδιάκοπα ολόκληρη τη ζωή του.
- ↪ Language is continuously evolving.
- Η γλώσσα εξελίσσεται αδιάκοπα.
- ↪ He spoke continuously for hours.
- Μιλούσε ακατάπαυστα επί ώρες.
- ↪ He is continuously busy.
- (ανεπίσημο) επανειλημμένως, με τρόπο που επαναλαμβάνεται πολλές φορές
- ↪ I continuously asked you not to bother me.
- Επανειλημμένως σου ζήτησα να μη με ενοχλείς.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη repeatedly
- ↪ I continuously asked you not to bother me.