persistently
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | persistently |
συγκριτικός | more persistently |
υπερθετικός | most persistently |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- persistently < persistent + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
persistently (en)
- επίμονα
- ↪ It is not polite to stare persistently at others.
- Δεν είναι ευγενικό να κοιτάς επίμονα τους άλλους.
- ↪ It is not polite to stare persistently at others.