straight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | straight |
συγκριτικός | straighter |
υπερθετικός | straightest |
straight (en)
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | straight |
συγκριτικός | straighter |
υπερθετικός | straightest |
straight (en)
- ίσια, κατευθείαν, σε ευθεία γραμμή
- ίσια, κατευθείαν, αμέσως και χωρίς παρεκκλίσεις από την καθορισμένη πορεία ή χωρίς στάσεις ή ενδιάμεσους σταθμούς
- ↪ He came straight to my office.
- Ήρθε ίσια στο γραφείο μου.
- ↪ I went straight home.
- Πήγα κατευθείαν σπίτι.
- ↪ I will go straight to the manager.
- Θα πάω κατευθείαν στο διευθυντή.
- ↪ This year, we went from summer straight into winter.
- Φέτος, μπήκαμε από το καλοκαίρι κατευθείαν στο χειμώνα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις directly και immediately
- ↪ He came straight to my office.
- ίσια, σε επίπεδη ή κάθετη θέση· στη σωστή θέση
- ↪ Sit (up) straight!
- Κάθισε ίσια!
- ↪ Sit (up) straight!
- (μερικές φορές με up/out) στα ίσια, κατευθείαν, ειλικρινά και άμεσα
- ↪ He straight (out) refused to help us.
- Αρνήθηκε στα ίσια να μας βοηθήσει.
- ↪ I told him straight (up) what I thought of him.
- Του είπα στα ίσια τι σκεφτόμουν γι' αυτόν.
- ↪ I will tell it to him straight.
- Θα του τα πω κατευθείαν.
- ↪ He straight (out) refused to help us.
- αδιάκοπα, συνεχώς, χωρίς διακοπή
- ↪ It has been snowing for the last few days straight.
- Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuously
- ↪ It has been snowing for the last few days straight.