initialise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | initialise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | initialises |
αόριστος | initialised |
παθητική μετοχή | initialised |
ενεργητική μετοχή | initialising |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
initialise (en) (βρετανική γραφή)
- δίνω αρχικές τιμές
- (πληροφορική) δίνω αρχικές τιμές σε μεταβλητές (variables)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη initial
Πηγές[επεξεργασία]
- initialize - Cambridge Dictionary online