interconnect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

interconnect (en)

  • διασυνδέω
    ※  The project is completed and the implemented intranet interconnects more than 200 departments of the Ministry throughout Greece. [1]
    «Το πρόγραμμα έχει ολοκληρωθεί και το υλοποιημένο ενδοδίκτυο διασυνδέει πάνω από 200 τμήματα του Υπουργείου σε όλη την Ελλάδα.» [2]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  • Peripheral Component Interconnect (PCI)

Αναφορές[επεξεργασία]