interpret
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | interpret |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interprets |
αόριστος | interpreted |
παθητική μετοχή | interpreted |
ενεργητική μετοχή | interpreting |
Ρήμα[επεξεργασία]
interpret (en)