jangle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | jangle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jangles |
αόριστος | jangled |
παθητική μετοχή | jangled |
ενεργητική μετοχή | jangling |
Ρήμα[επεξεργασία]
jangle (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κουδουνίζω, κάνω έναν ήχο, σαν δύο κομμάτια μετάλλου να χτυπούν το ένα το άλλο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη sound
Πηγές[επεξεργασία]
- jangle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 470-471. ISBN 9780194325684., λήμμα: κουδουνίζω