joined at the hip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
joined at the hip (en)
- (ιδιωματισμός) αχώριστος, για όσους έχουν πολύ στενή σχέση
- ↪ The are already joined at the hip.
- Είναι αχώριστοι πια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη inseparable
- ↪ The are already joined at the hip.