keep abreast of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
keep abreast of (en)
- (ιδιωματισμός) είμαι ενημερωμένος σε κάτι
- ↪ To keep abreast of the latest in medicine, you must read a lot.
- Για να είσαι ενημερωμένος στην ιατρική, πρέπει να διαβάζεις πολύ.
- ↪ To keep abreast of the latest in medicine, you must read a lot.