kialigi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα kialigi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | kialigas | kialiganta | kialigata |
αόριστος | kialigis | kialiginta | kialigita |
μέλλοντας | kialigos | kialigonta | kialigota |
υποθετική | kialigus | - | - |
προστακτική | kialigu | - | - |
kialigi (eo)
- δικαιολογώ, εξηγώ τον λόγο, την αιτία