knowingly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
knowingly (en)
- συνειδητά, ενώ γνωρίζω την αλήθεια ή το πιθανό αποτέλεσμα αυτού που κάνω
- ↪ Everything he did he did knowingly, so he is responsible.
- Ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά, άρα είναι υπεύθυνος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
- ↪ Everything he did he did knowingly, so he is responsible.