konkret
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
konkret (de)
- συγκεκριμένος
- (τέχνη) το αντίθετο του αφηρημένος
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
konkret (sv)