kurtulmak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kuɾtuɫˈmɑk/

Ρήμα[επεξεργασία]

kurtulmak (tr)

  • γλιτώνω από, διώχνω, απαλλάσσομαι
    kazadan kimse kurtulamadı. — Κανείς δεν μπορούσε να γλιτώσει από το δυστύχημα.
    kadın, kendisini döven kocasından sonunda kurtuldu. — Η γυναίκα γλίτωσε τελικά από τον άντρα της που την έδερνε.

Κλίση[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]